γοβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γοβάκι | τα | γοβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γοβάκι | τα | γοβάκια |
κλητική | γοβάκι | γοβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γοβάκι < γόβ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣoˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐βά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγοβάκι ουδέτερο
- (υπόδηση) υποκοριστικό του γόβα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γόβα