Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασούμι τα πασούμια
      γενική του πασουμιού των πασουμιών
    αιτιατική το πασούμι τα πασούμια
     κλητική πασούμι πασούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασούμι < πασουμ(άκι) + (αναδρομικός σχηματισμός) < τουρκική paşmak που θεωρήθηκε υποκοριστικό[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈsuˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σού‐μι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασούμι ουδέτερο

  1. (υπόδηση) παντόφλα με τακούνι (συνήθως γυναικεία)
  2. (υπόδηση, παρωχημένο) γυναικείο παπούτσι [2]

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πασούμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)