παλιοπάπουτσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλιοπάπουτσο < μεσαιωνική ελληνική παλιοπάπουτσο < παλιο- + παπούτσι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλιοπάπουτσο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλιοπάπουτσο
|
παλιοπάπουτσο ουδέτερο
|