απαπούτσωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαπούτσωτος < α- + παπουτσώ(νω) + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαπούτσωτος, -η, -ο
- που δεν φορά παπούτσια
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαπούτσωτος
|