ξυπόλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυπόλυτος < μεσαιωνική ελληνική ξυπόλυτος < ἐξυπόλυτος < ἐξυπολύομαι < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑπολύω < λύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈpo.li.tos/
- ΔΦΑ : /ksiˈpo.ltos/ (στον καθημερινό λόγο)
Επίθετο
επεξεργασίαξυπόλυτος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξυπολιέμαι
- ξυπολυσιά
- → δείτε τις λέξεις εξ, υπό και λύω