Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυπόλυτος η ξυπόλυτη το ξυπόλυτο
      γενική του ξυπόλυτου της ξυπόλυτης του ξυπόλυτου
    αιτιατική τον ξυπόλυτο την ξυπόλυτη το ξυπόλυτο
     κλητική ξυπόλυτε ξυπόλυτη ξυπόλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυπόλυτοι οι ξυπόλυτες τα ξυπόλυτα
      γενική των ξυπόλυτων των ξυπόλυτων των ξυπόλυτων
    αιτιατική τους ξυπόλυτους τις ξυπόλυτες τα ξυπόλυτα
     κλητική ξυπόλυτοι ξυπόλυτες ξυπόλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
ξυπόλυτος άνθρωπος

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυπόλυτος < μεσαιωνική ελληνική ξυπόλυτος < ἐξυπόλυτος < ἐξυπολύομαι < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑπολύω < λύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksiˈpo.li.tos/
ΔΦΑ : /ksiˈpo.ltos/ (στον καθημερινό λόγο)

  Επίθετο επεξεργασία

ξυπόλυτος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία