πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια < → δείτε τις λέξεις ξυπόλυτος και αγκάθι

  Έκφραση επεξεργασία

πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια

  1. για κάποιον που πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσκολίες χωρίς να είναι προετοιμασμένος για αυτές

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. (χυδαίο) που πας ξεβράκωτος στ' αγγούρια