πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια
- για κάποιον που πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσκολίες χωρίς να είναι προετοιμασμένος για αυτές
Συνώνυμα επεξεργασία
- (χυδαίο) που πας ξεβράκωτος στ' αγγούρια