ξυπολιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυπολιέμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εξυπολύομαι, παθητική φωνή του ρήματος εξυπολύω < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑπολύω < ὑπό + λύω
Ρήμα
επεξεργασίαξυπολιέμαι
- (λαϊκότροπο) βγάζω τα παπούτσια μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξυπολιέμαι
|