ξυπολυσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυπολυσιά | οι | ξυπολυσιές |
γενική | της | ξυπολυσιάς | των | ξυπολυσιών |
αιτιατική | την | ξυπολυσιά | τις | ξυπολυσιές |
κλητική | ξυπολυσιά | ξυπολυσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξυπολυσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυπολυσιά θηλυκό
- η κατάσταση του ξυπόλυτου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξυπολυσιά
|