σολέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σολέας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum
Ουσιαστικό
επεξεργασίασολέας αρσενικό
- (θρησκεία) (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σολέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σολέας
|