• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σολέα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολέα οι σολέες
      γενική της σολέας των σολεών
    αιτιατική τη σολέα τις σολέες
     κλητική σολέα σολέες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σολέα < μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σολέα θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) (θρησκεία) ο χώρος σε έναν ναό που βρίσκεται ανάμεσα στον άμβωνα και το τέμπλο
    Άλλες μορφές σολέας
  2. (ιχθυολογία) γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • σόλα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σολέα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σολέα&oldid=4861788"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 13:41

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 13:41.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie