• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σολέα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολέα οι σολέες
      γενική της σολέας των σολεών
    αιτιατική τη σολέα τις σολέες
     κλητική σολέα σολέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σολέα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σολέα θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο χώρος σε έναν ναό που βρίσκεται ανάμεσα στον άμβωνα και το τέμπλο
    Άλλες μορφές σολέας
  2. (ψάρι) γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σόλα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σολέα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σολέα&oldid=5631328"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 17:17

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 17:17.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας