σολέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σολέα | οι | σολέες |
γενική | της | σολέας | των | σολεών |
αιτιατική | τη | σολέα | τις | σολέες |
κλητική | σολέα | σολέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σολέα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασολέα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο χώρος σε έναν ναό που βρίσκεται ανάμεσα στον άμβωνα και το τέμπλο
- Άλλες μορφές σολέας
- (ψάρι) γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σολέα
|