άμβωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμβωνας | οι | άμβωνες |
γενική | του | άμβωνα | των | αμβώνων |
αιτιατική | τον | άμβωνα | τους | άμβωνες |
κλητική | άμβωνα | άμβωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμβωνας < (ελληνιστική κοινή) ἄμβων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɱ.vo.nas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμβωνας αρσενικό
- (θρησκεία) υπερυψωμένο βήμα ιεροκήρυκα ή ιερέα σε ναό, όπου ανεβαίνει ο ιεροκήρυκας για το κήρυγμά του ή ο διάκονος για την ανάγνωση του ευαγγελίου
- ※ Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)