Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
semelle semelles

semelle (fr) θηλυκό

  1. η σόλα, το πάτο
  2. το πέλμα θεμελίων