τσιγκούναρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιγκούναρος < τσιγκούν(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡu.na.ɾos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιγκούναρος αρσενικό
- (οικείο) ο πολύ μεγάλος τσιγκούνης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιγκούναρος
|