παραθετικά
θετικός cheap
συγκριτικός cheaper
υπερθετικός cheapest

  Επίθετο

επεξεργασία

cheap (en)

  1. φτηνός, οικονομικός, που απαιτεί λίγα έξοδα
    ⮡  It’s cheap at ten euros.
    Είναι φτηνό για δέκα ευρώ.
    ⮡  They come cheaper by the dozen.
    Έρχεται φτηνότερο με την ντουζίνα.
    ⮡  This restaurant has good and cheap food.
    Αυτό το εστιατόριο έχει καλό και οικονομικό φαγητό.
  2. (κακόσημο) φτηνός, που είναι χαμηλής, κακής ποιότητας
    ⮡  He stays in cheap hotels and eats at cheap restaurants.
    Μένει σε φτηνά ξενοδοχεία και τρώει σε φτηνά εστιατόρια.
  3. (κακόσημο) φτηνός, που είναι δυσάρεστο ή αγενές και μάλλον προφανές
    ⮡  cheap jokes/puns - φτηνά αστεία/καλαμπούρια
  4. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο, κακόσημο) μικροπρεπής, φτηνός, που δεν του αρέσει να ξοδεύει χρήματα
    ⮡  He’s cheap on matters of money.
    Είναι μικροπρεπής στα χρηματικά θέματα.
    ⮡  a cheap man - φτηνός άνθρωπος
     συνώνυμα: mean (βρετανικά αγγλικά)