cheap
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | cheap |
συγκριτικός | cheaper |
υπερθετικός | cheapest |
Επίθετο
επεξεργασίαcheap (en)
- φτηνός, οικονομικός, που απαιτεί λίγα έξοδα
- ⮡ It’s cheap at ten euros.
- Είναι φτηνό για δέκα ευρώ.
- ⮡ They come cheaper by the dozen.
- Έρχεται φτηνότερο με την ντουζίνα.
- ⮡ This restaurant has good and cheap food.
- Αυτό το εστιατόριο έχει καλό και οικονομικό φαγητό.
- ⮡ It’s cheap at ten euros.
- (κακόσημο) φτηνός, που είναι χαμηλής, κακής ποιότητας
- ⮡ He stays in cheap hotels and eats at cheap restaurants.
- Μένει σε φτηνά ξενοδοχεία και τρώει σε φτηνά εστιατόρια.
- ⮡ He stays in cheap hotels and eats at cheap restaurants.
- (κακόσημο) φτηνός, που είναι δυσάρεστο ή αγενές και μάλλον προφανές
- ⮡ cheap jokes/puns - φτηνά αστεία/καλαμπούρια
- (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο, κακόσημο) μικροπρεπής, φτηνός, που δεν του αρέσει να ξοδεύει χρήματα
- ⮡ He’s cheap on matters of money.
- Είναι μικροπρεπής στα χρηματικά θέματα.
- ⮡ a cheap man - φτηνός άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: mean (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ He’s cheap on matters of money.