τσιφούτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιφούτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος) < οθωμανική τουρκική چفوت (çıfut) < περσική جهود (johud, Εβραίος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιφούτης αρσενικό (θηλυκό: τσιφούτα & τσιφούτισσα)
- (οικείο) ο τσιγκούνης, που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους
- ※ Και το' χε, Θεέ μου , ένας τσιφούτης ... ο Θεός να σε φυλάει. Σχεδόν εβδομηντάρης, σπαγκοραμμένος, κι άκληρος παντελώς το φαντάζεσαι; Να' χε παιδιά, αγγόνια ... να πω, τέλος πάντων ... (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου Ροζαλία, εκδ. Ιωλκός, 2015, σελ. 457)