τσιφούτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιφούτικα < τσιφούτικος + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
τσιφούτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσιφούτικος