τσιφούτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιφούτισσα < τσιφούτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος) < οθωμανική τουρκική چفوت (çıfut) < περσική جهود (johud, Εβραίος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιφούτισσα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιφούτισσα
|