Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πηνίον τὰ πηνί
      γενική τοῦ πηνίου τῶν πηνίων
      δοτική τῷ πηνί τοῖς πηνίοις
    αιτιατική τὸ πηνίον τὰ πηνί
     κλητική ! πηνίον πηνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηνίω
γεν-δοτ τοῖν  πηνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηνίον < πήν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίον ή πῆνος (μίτος, μασούρι) άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηνίον ουδέτερο

  1. το αδράχτι, κουβαρίστρα
    <πηνίον>· [πανούκλιον. ἢ] ἄτρακτος, εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π)
  2. στολίδι σε γλυκίσματα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πήνη

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πηνίο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία