Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουβαρίστρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κουβαρίστρ
α
οι
κουβαρίστρ
ες
γενική
της
κουβαρίστρ
ας
των
κουβαριστρ
ών
αιτιατική
την
κουβαρίστρ
α
τις
κουβαρίστρ
ες
κλητική
κουβαρίστρ
α
κουβαρίστρ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουβαρίστρες
(1) με κλωστές διαφόρων χρωμάτων
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουβαρίστρα
<
κουβάρι
+
-ίστρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουβαρίστρα
θηλυκό
μικρό
καρούλι
με
κλωστή
για
ράψιμο
ή για
κέντημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μπομπίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουβαρίστρα
γαλλικά
:
bobine
(fr)
ισπανικά
:
bobina
(es)
,
carrete
(es)