κουβαρίστρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουβαρίστρας < κουβαρίστρα + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβαρίστρας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο διαβιβαστής
- ⮡ πάρε κουβαρίστρα αυτά τα χαρτιά και πηγαινέ τα στον διοικητή
κουβαρίστρας αρσενικό