Ἑκάβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Ἑκᾰβα- | |||||
ονομαστική | ἡ | Ἑκάβη | αἱ | Ἑκάβαι | |
γενική | τῆς | Ἑκάβης | τῶν | Ἑκαβῶν | |
δοτική | τῇ | Ἑκάβῃ | ταῖς | Ἑκάβαις | |
αιτιατική | τὴν | Ἑκάβην | τὰς | Ἑκάβᾱς | |
κλητική ὦ! | Ἑκάβη | Ἑκάβαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑκάβᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἑκάβαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἑκάβη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἙκάβη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά των Φρυγών Δύμαντα και της Ευνόης, σύζυγος του Πριάμου, μητέρα του Έκτωρος, του Πάριδος, της Κασσάνδρας, της Πολυξένης και άλλων παιδιών
- (λογοτεχνία, θέατρο) τραγωδία του Ευριπίδη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Εκάβη στη Βικιπαίδεια
Απόγονοι
επεξεργασίαἙκάβη (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: Εκάβη
- ↷ λατινικά: Hecuba και δείτε τις Μεταφράσεις στο λήμμα Εκάβη
Πηγές
επεξεργασία- Ἑκάβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.