Εκάβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εκάβη | ||
γενική | της | Εκάβης | ||
αιτιατική | την | Εκάβη | ||
κλητική | Εκάβη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εκάβη < αρχαία ελληνική Ἑκάβη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕκάβη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Ἑκάβη