Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολυξένη < αρχαία ελληνική Πολυξένη < πολύς + ξένη (φίλος από φιλοξενία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.liˈkse.ni/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολυξένη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Πριάμου και της Εκάβης
  2. (αστρονομία) αστεροειδής της κύριας ζώνης αστεροειδών , ανακαλύφθηκε το 1906 από τον Γερμανό αστρονόμο Άουγκουστ Κοπφ
  3. γυναικείο όνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία