ηνίοχος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηνίοχος | οι | ηνίοχοι |
γενική | του | ηνιόχου & ηνίοχου |
των | ηνιόχων |
αιτιατική | τον | ηνίοχο | τους | ηνιόχους & ηνίοχους |
κλητική | ηνίοχε | ηνίοχοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηνίοχος < αρχαία ελληνική ἡνίοχος < ἡνία + -οχος (< ἔχω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈni.o.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐νί‐ο‐χος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηνίοχος αρσενικό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηνίοχος