ηνιοχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ηνιοχώ
- (κυριολεκτικά) είμαι ηνίοχος, οδηγώ άρμα κρατώντας τα ηνία
- (μεταφορικά) διευθύνω, κυβερνώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηνιοχώ
|
Δείτε επίσης : ἡνιοχῶ |
ηνιοχώ
|