κρατώντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακρατώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κρατάω / κρατώ
- ⮡ Οδηγούσε κρατώντας το κινητό για να τηλεφωνήσει...
- ⮡ Δεν θα λύσεις το πρόβλημα κρατώντας το μέσα σου.
Δείτε επίσης : κρατούντας |
κρατώντας άκλιτο