ηνιοχεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηνιοχεία θηλυκό
- (λόγιο) η οδήγηση άμαξας ή άρματος που σέρνεται από ζώο που οδηγείται με ηνία
- (λόγιο) το επάγγελμα / έργο του ηνιόχου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηνιοχεία