Δείτε επίσης: ἡνιοχεία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηνιοχεία οι ηνιοχείες
      γενική της ηνιοχείας των ηνιοχειών
    αιτιατική την ηνιοχεία τις ηνιοχείες
     κλητική ηνιοχεία ηνιοχείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηνιοχεία < αρχαία ελληνική ἡνιοχεία < ἡνιοχεύω < ἡνίοχος < ἡνία + ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηνιοχεία θηλυκό

  1. (λόγιο) η οδήγηση άμαξας ή άρματος που σέρνεται από ζώο που οδηγείται με ηνία
  2. (λόγιο) το επάγγελμα / έργο του ηνιόχου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία