πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αραμπατζής οι αραμπατζήδες
      γενική του αραμπατζή των αραμπατζήδων
    αιτιατική τον αραμπατζή τους αραμπατζήδες
     κλητική αραμπατζή αραμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αραμπατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική arabacı + .[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αραμπ(άς) + -τζής.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αραμπατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που οδηγεί αραμπά
  2. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης αραμπά

Συνώνυμα

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη αμαξάς

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία