Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμαξάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αμαξάδικ
ο
τα
αμαξάδικ
α
γενική
του
αμαξάδικ
ου
των
αμαξάδικ
ων
αιτιατική
το
αμαξάδικ
ο
τα
αμαξάδικ
α
κλητική
αμαξάδικ
ο
αμαξάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμαξάδικο
<
αμαξ(άς)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμαξάδικο
ουδέτερο
(
προφορικό
)
αμαξοποιείο
,
αμαξουργείο
αμαξοστάσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμαξάδικο