• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμπέδωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπέδωση οι εμπεδώσεις
      γενική της εμπέδωσης* των εμπεδώσεων
    αιτιατική την εμπέδωση τις εμπεδώσεις
     κλητική εμπέδωση εμπεδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπέδωση < (ελληνιστική κοινή) ἐμπέδωσις < αρχαία ελληνική ἐμπεδόω / ἐμπεδῶ < πέδον < πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπέδωση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του ρήματος εμπεδώνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις εμπεδώνω και πόδι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εμπέδωση
  • αγγλικά : consolidation (en)
  • γαλλικά : consolidation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμπέδωση&oldid=5470603"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:53

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:53.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας