μάθησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μάθησῐς | αἱ | μαθήσεις |
γενική | τῆς | μαθήσεως | τῶν | μαθήσεων |
δοτική | τῇ | μαθήσει | ταῖς | μαθήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μάθησῐν | τὰς | μαθήσεις |
κλητική ὦ! | μάθησῐ | μαθήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαθήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαθησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάθησις, -εως θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη μανθάνω
Πηγές επεξεργασία
- μάθησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάθησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.