↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάθησῐς αἱ μαθήσεις
      γενική τῆς μαθήσεως τῶν μαθήσεων
      δοτική τῇ μαθήσει ταῖς μαθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μάθησῐν τὰς μαθήσεις
     κλητική ! μάθησῐ μαθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαθήσει
γεν-δοτ τοῖν  μαθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάθησις < μανθάνω, μαθη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάθησις, -εως θηλυκό

  1. μάθηση
  2. επιθυμία για μάθηση
  3. διδαχή

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μανθάνω