συμμαθητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμμαθητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμαθητής < (σύν) συμ- + μαθητής < μανθάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμμαθητής αρσενικό (θηλυκό συμμαθήτρια)
συμμαθητής αρσενικό (θηλυκό συμμαθήτρια)