• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συμμαθητής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμμαθητής οι συμμαθητές
      γενική του συμμαθητή των συμμαθητών
    αιτιατική τον συμμαθητή τους συμμαθητές
     κλητική συμμαθητή συμμαθητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμαθητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμαθητής < (σύν) συμ- + μαθητής < μανθάνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμαθητής αρσενικό (θηλυκό: συμμαθήτρια και (σπάνιο) συμμαθήτρα)

  • αυτός που είναι μαθητής στην ίδια τάξη με κάποιον ή στο ίδιο σχολείο με κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία
  • συμμαθητάκος
  • συμμαθητεία
  • συμμαθητεύω
  • συμμαθητικός
  • συμμαθήτρια / συμμαθήτρα
  • → δείτε τις λέξεις συν, μαθητής και μαθαίνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συμμαθητής
  • αγγλικά : classmate (en), schoolmate (en)
  • γαλλικά : copain d'école (fr), camarade (fr) de classe (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συμμαθητής&oldid=6933604"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Σεπτεμβρίου 2024, στις 11:59

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Σεπτεμβρίου 2024, στις 11:59.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας