συμμαθήτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμμαθήτρα < συμμαθητής + κατάληξη θηλυκού -τρα < αρχαία ελληνική συμμαθητής < συν- + μαθητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμμαθήτρα θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του συμμαθητής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμμαθήτρα
|
Πηγές
επεξεργασία- συμμαθήτρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)