↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμαθητεία οι συμμαθητείες
      γενική της συμμαθητείας των συμμαθητειών
    αιτιατική τη συμμαθητεία τις συμμαθητείες
     κλητική συμμαθητεία συμμαθητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμαθητεία < μεσαιωνική ελληνική συμμαθητεία[1] < συμμαθητεύομαι[2] < αρχαία ελληνική συμμαθητής < μαθητής < μανθάνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμαθητεία θηλυκό

  1. (λόγιο, σπάνιο) το να είναι κάποιος συμμαθητής, η ιδιότητα του συμμαθητή
  2. (λόγιο, σπάνιο) η χρονική περίοδος που κάποιοι είναι συμμαθητές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμμαθητεία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συμμαθητεύομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  • συμμαθητεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)