συμμαθητεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμμαθητεύω < μεσαιωνική ελληνική συμμαθητεύομαι[1] < αρχαία ελληνική συμμαθητής < μαθητής < μανθάνω
Ρήμα
επεξεργασίασυμμαθητεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- συμμαθητεία
- → δείτε τις λέξεις συμμαθητής, μαθητής και μαθαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμμαθητεύω | συμμαθήτευα | θα συμμαθητεύω | να συμμαθητεύω | συμμαθητεύοντας | |
β' ενικ. | συμμαθητεύεις | συμμαθήτευες | θα συμμαθητεύεις | να συμμαθητεύεις | συμμαθήτευε | |
γ' ενικ. | συμμαθητεύει | συμμαθήτευε | θα συμμαθητεύει | να συμμαθητεύει | ||
α' πληθ. | συμμαθητεύουμε | συμμαθητεύαμε | θα συμμαθητεύουμε | να συμμαθητεύουμε | ||
β' πληθ. | συμμαθητεύετε | συμμαθητεύατε | θα συμμαθητεύετε | να συμμαθητεύετε | συμμαθητεύετε | |
γ' πληθ. | συμμαθητεύουν(ε) | συμμαθήτευαν συμμαθητεύαν(ε) |
θα συμμαθητεύουν(ε) | να συμμαθητεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμμαθήτευσα | θα συμμαθητεύσω | να συμμαθητεύσω | συμμαθητεύσει | ||
β' ενικ. | συμμαθήτευσες | θα συμμαθητεύσεις | να συμμαθητεύσεις | συμμαθήτευσε | ||
γ' ενικ. | συμμαθήτευσε | θα συμμαθητεύσει | να συμμαθητεύσει | |||
α' πληθ. | συμμαθητεύσαμε | θα συμμαθητεύσουμε | να συμμαθητεύσουμε | |||
β' πληθ. | συμμαθητεύσατε | θα συμμαθητεύσετε | να συμμαθητεύσετε | συμμαθητεύστε | ||
γ' πληθ. | συμμαθήτευσαν συμμαθητεύσαν(ε) |
θα συμμαθητεύσουν(ε) | να συμμαθητεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμμαθητεύσει | είχα συμμαθητεύσει | θα έχω συμμαθητεύσει | να έχω συμμαθητεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμμαθητεύσει | είχες συμμαθητεύσει | θα έχεις συμμαθητεύσει | να έχεις συμμαθητεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμμαθητεύσει | είχε συμμαθητεύσει | θα έχει συμμαθητεύσει | να έχει συμμαθητεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμμαθητεύσει | είχαμε συμμαθητεύσει | θα έχουμε συμμαθητεύσει | να έχουμε συμμαθητεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμμαθητεύσει | είχατε συμμαθητεύσει | θα έχετε συμμαθητεύσει | να έχετε συμμαθητεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμμαθητεύσει | είχαν συμμαθητεύσει | θα έχουν συμμαθητεύσει | να έχουν συμμαθητεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμμαθητεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμμαθητεύομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- συμμαθητεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)