Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναμαθαίνω < ξανα- + μαθαίνω

ξαναμαθαίνω

  • μαθαίνω για ακόμη μια φορά κάτι που έχω ήδη μάθει
    ⮡  Είχα ξεχάσει κάποιες αγγλικές λέξεις, οπότε έκατσα και τις ξαναέμαθα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία