Ετυμολογία

επεξεργασία
μαθητιώ < μαθητιῶ στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική μαθητιάω

μαθητιώ

Η μαθητιώσα νεολαία (όρος σε πλήρη χρήσει για τους μαθητές και τις μαθήτριες περίπου μέχρι το 1975 -μετά σταδιακά έπαψε να ακούγεται τόσο συχνά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία