Ετυμολογία

επεξεργασία
lerni < lern- + -i

  Προφορά

επεξεργασία
 
ρήμα lerni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lernas lernanta lernata
αόριστος lernis lerninta lernita
μέλλοντας lernos lernonta lernota
υποθετική lernus - -
προστακτική lernu - -

lerni (eo)