Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτομαθαίνω < πρωτο- + μαθαίνω

πρωτομαθαίνω

  1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά
  2. μαθαίνω κάτι πρώτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία