Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτομαθαίνω < πρωτο- + μαθαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

πρωτομαθαίνω

  1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά
  2. μαθαίνω κάτι πρώτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία