Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληροφορούμαι < παθητική φωνή του πληροφορώ

  Ρήμα επεξεργασία

πληροφορούμαι, στ.μέλλ.: θα πληροφορηθώ, αόρ.: πληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: πληροφορημένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία