Ετυμολογία

επεξεργασία
πληροφορούμαι < παθητική φωνή του πληροφορώ

πληροφορούμαι, στ.μέλλ.: θα πληροφορηθώ, αόρ.: πληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: πληροφορημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία