Ετυμολογία

επεξεργασία
απομνημονεύω < λείπει η ετυμολογία

απομνημονεύω

  • μαθαίνω κάτι (π.χ. ένα κείμενο, έναν αριθμό) ώστε να μπορώ να το επαναλαμβάνω από μνήμης

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αποστηθίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία