Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομνημονεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
απομνημονεύω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
απομνημονεύω
μαθαίνω
κάτι (π.χ. ένα κείμενο, έναν αριθμό) ώστε να μπορώ να το επαναλαμβάνω από
μνήμης
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποστηθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απομνημονεύω
αγγλικά
:
memorize
(en)
, (
learn
)
by heart
(en)
γαλλικά
:
mémoriser
(fr)
ιταλικά
:
memorizzare
(it)