εκμανθάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκμανθάνω < αρχαία ελληνική ἐκμανθάνω < ἐκ + μανθάνω
Ρήμα
επεξεργασία
εκμανθάνω
- μαθαίνω κάτι τέλεια
- αποστηθίζω, απομνημονεύω
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμανθάνω
|