ξανακούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksa.naˈku.o/
Ρήμα
επεξεργασίαξανακούω
- ακούω και πάλι
- θέλω να ξανακούσω το μήνυμα, δεν κατάλαβα τι ακριβώς είπε
- πληροφορούμαι και πάλι
- κάπου το ξανάκουσα αυτό!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανακούω | ξανάκουγα | θα ξανακούω | να ξανακούω | ξανακούγοντας | |
β' ενικ. | ξανακούς | ξανάκουγες | θα ξανακούς | να ξανακούς | ξανάκουγε | |
γ' ενικ. | ξανακούει | ξανάκουγε | θα ξανακούει | να ξανακούει | ||
α' πληθ. | ξανακούμε | ξανακούγαμε | θα ξανακούμε | να ξανακούμε | ||
β' πληθ. | ξανακούτε | ξανακούγατε | θα ξανακούτε | να ξανακούτε | ξανακούετε | |
γ' πληθ. | ξανακούνε | ξανάκουγαν ξανακούγανε |
θα ξανακούνε | να ξανακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανάκουσα | θα ξανακούσω | να ξανακούσω | ξανακούσει | ||
β' ενικ. | ξανάκουσες | θα ξανακούσεις | να ξανακούσεις | ξανάκουσε | ||
γ' ενικ. | ξανάκουσε | θα ξανακούσει | να ξανακούσει | |||
α' πληθ. | ξανακούσαμε | θα ξανακούσουμε | να ξανακούσουμε | |||
β' πληθ. | ξανακούσατε | θα ξανακούσετε | να ξανακούσετε | ξανακούστε | ||
γ' πληθ. | ξανάκουσαν ξανακούσαν(ε) |
θα ξανακούσουν(ε) | να ξανακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανακούσει | είχα ξανακούσει | θα έχω ξανακούσει | να έχω ξανακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανακούσει | είχες ξανακούσει | θα έχεις ξανακούσει | να έχεις ξανακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανακούσει | είχε ξανακούσει | θα έχει ξανακούσει | να έχει ξανακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανακούσει | είχαμε ξανακούσει | θα έχουμε ξανακούσει | να έχουμε ξανακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανακούσει | είχατε ξανακούσει | θα έχετε ξανακούσει | να έχετε ξανακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανακούσει | είχαν ξανακούσει | θα έχουν ξανακούσει | να έχουν ξανακούσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανακούω