ματακούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.taˈku.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐μα‐τα‐κού‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαματακούω, αόρ.: ματάκουσα, παθ.φωνή: ματακούγομαι, π.αόρ.: ματακούστηκα
- (λαϊκότροπο) ξανακούω, έχω ακούσει κι άλλη φορά
- ⮡ Πού ματακούστηκε τέτοιο πράμα;
- ※ Αλήθεια, μάννα, τι γίνεται ο Γυφτοκάβουρας, που είχε φκιάση του Φωκίου το τσικούρι; Μήτε τον ματάειδα πια άφ' όντας έφυγες, μήτε ματάκουσα για δαύτον [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- Γεώργιος Δροσίνης, Το βοτάνι της αγάπης, [μυθιστόρημα] (συγγραφή: 1887, στην εφημερίδα Εστία 1888, πρώτη έκδοση: 1901), κεφάλαιο «Μετά δύο έτη» σελ.134 @anemi, έκδοση: Ιωάννης Κολλάρος, 1910.
- ΣτΕ: το μυθιστόρημα, γραμμένο στην καθαρεύουσα, αλλά οι διάλογοι σε δημοτική με ιδιώματα. Ο Κωστής Παλαμάς το αναφέρει στον Πρόλογο @greek-language.gr του Δωδεκάλογου του Γύφτου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακούω → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ματακούω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Όροι με ματ/μετ-ακούω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)