listen for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | listen for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | listens for |
αόριστος | listened for |
παθητική μετοχή | listened for |
ενεργητική μετοχή | listening for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlisten for (en)
- (μεταβατικό) περιμένω να ακούσω
- ⮡ I am listening for the whistle.
- Περιμένω να ακούσω το σφύριγμα.
- ⮡ I am listening for the whistle.