Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροατής οι ακροατές
      γενική του ακροατή των ακροατών
    αιτιατική τον ακροατή τους ακροατές
     κλητική ακροατή ακροατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροατής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροατής[1]
 
Οι ακροατές μιας εκδήλωσης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.aˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐α‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροατής αρσενικό (θηλυκό ακροάτρια)

  • αυτός που ακούει και βλέπει μια δημόσια παρουσίαση όπως για παράδειγμα μια εκπομπή στη τηλεόραση, μια συνομιλία, ο δέκτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία