Zuhörer
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zuhörer | die | Zuhörer |
γενική | des | Zuhörers | der | Zuhörer |
δοτική | dem | Zuhörer | den | Zuhörern |
αιτιατική | den | Zuhörer | die | Zuhörer |
Zuhörer (de) αρσενικό