fonction
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fonction | fonctions |
fonction (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη fonctionner
ενικός | πληθυντικός |
fonction | fonctions |
fonction (fr) θηλυκό