Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fonction fonctions

fonction (fr) θηλυκό

  1. λειτουργία
  2. λειτούργημα
  3. συνάρτηση
  4. αρμοδιότητα

Συγγενικά

επεξεργασία