derivative
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
derivative (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
derivative (en)
- (γραμματική) το παράγωγο, η παράγωγη λέξη
- (μαθηματικά) η παράγωγος (συνάρτηση)
- (οικονομία) το παράγωγο (προϊόν), επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου