Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

derivative (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

derivative (en)

  1. (γραμματική) το παράγωγο, η παράγωγη λέξη
  2. (μαθηματικά) η παράγωγος (συνάρτηση)
  3. (οικονομία) το παράγωγο (προϊόν), επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου