Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραγωγίσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραγωγίσιμ
ος
η
παραγωγίσιμ
η
το
παραγωγίσιμ
ο
γενική
του
παραγωγίσιμ
ου
της
παραγωγίσιμ
ης
του
παραγωγίσιμ
ου
αιτιατική
τον
παραγωγίσιμ
ο
την
παραγωγίσιμ
η
το
παραγωγίσιμ
ο
κλητική
παραγωγίσιμ
ε
παραγωγίσιμ
η
παραγωγίσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραγωγίσιμ
οι
οι
παραγωγίσιμ
ες
τα
παραγωγίσιμ
α
γενική
των
παραγωγίσιμ
ων
των
παραγωγίσιμ
ων
των
παραγωγίσιμ
ων
αιτιατική
τους
παραγωγίσιμ
ους
τις
παραγωγίσιμ
ες
τα
παραγωγίσιμ
α
κλητική
παραγωγίσιμ
οι
παραγωγίσιμ
ες
παραγωγίσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραγωγίσιμος
<
παραγωγίζω
Επίθετο
επεξεργασία
παραγωγίσιμος, -η, -ο
(
μαθηματικά
) για συναρτήσεις που έχουν
παράγωγο
στο πεδίο ορισμού τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραγωγίσιμος
αγγλικά
:
differentiable
(en)
γαλλικά
:
dérivable
(fr)
γερμανικά
:
ableitbar
(de)
,
differenzierbar
(de)